χρησιδάνειο(ν)

χρησιδάνειο(ν)
το юр. узуфрукт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χρησιδάνειο(ν)" в других словарях:

  • χρησιδάνειο — το, Ν (νομ.) σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, ο χρήστης, παραχωρεί δωρεάν στον άλλο, στον χρήσαμενο, την χρήση ενός πράγματος, με την υποχρέωση όμως τού τελευταίου να τό επιστρέψει αβλαβές μετά τη λήξη τής σύμβασης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • χρησάμενος — ο, Ν (νομ.) ο ένας από τους δύο συμβαλλομένους σε χρησιδάνειο, εκείνος που αναλαμβάνει από τον χρήστη τη δωρεάν χρήση πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. της μτχ. παθ. αορ. τού ρ. χρῶ* (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»